- εὐθυβόλῳ
- εὐθύβολοςthrowing straightmasc/fem/neut dat sgεὐθυβόλοςmasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευθυβολώ — (ΑΜ εὐθυβολῶ, έω) [ευθυβόλος] ρίχνω ή στέλνω κάτι κατ ευθείαν μπροστά («εὐθυβολεῑν τὸν γόνον», Πλούτ.) (ειδικά για όπλα) πετυχαίνω τον στόχο αρχ. 1. εκτοξεύομαι, ρίχνομαι κατ ευθείαν μπροστά («τοῡ σπέρματος εὐθυβολοῡντος εἰς [τὴν μήτραν]»,… … Dictionary of Greek
ευθυβολώ — πετυχαίνω εύκολα το στόχο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εὐθυβόλωι — εὐθυβόλῳ , εὐθύβολος throwing straight masc/fem/neut dat sg εὐθυβόλῳ , εὐθυβόλος masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)